ἀστρολόγοι

ἀστρολόγοι
ἀστρολόγος
astronomer
masc nom/voc pl
ἀστρονόμος
astronomer
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Thales — Infobox Philosopher color = #B0C4DE Thales image caption = Thales name = Thales of Miletos (Θαλής ο Μιλήσιος) birth = ca. 624–625 BC death = ca. 547–546 BC school tradition = Ionian Philosophy, Milesian school, Naturalism main interests = Ethics …   Wikipedia

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ιατρομαθηματικός — ή, ό (Α ιατρομαθηματικός, ή, όν) νεοελλ. 1. ως ουσ. ο, η ιατρομαθηματικός γιατρός που υποβάλλει τα φυσιολογικά και παθολογικά φαινόμενα σε μαθηματικούς νόμους 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρομαθηματική κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την… …   Dictionary of Greek

  • ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ωροσκόπιο — Μέθοδος με την οποία οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να μαντέψουν το μέλλον ενός ατόμου, με βάση την τοποθέτηση των πλανητών τη στιγμή της γέννησής του. Τα ω. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και βασίζονται στην επιρροή την οποία ασκούν… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αστρολόγος — ο, η αυτός που μελετά τ άστρα και με βάση τις παρατηρήσεις του σ αυτά προβλέπει τα μελλούμενα: Οι αστρολόγοι με τον καιρό έγιναν αστρονόμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστρονόμος, ο — αστρονόμος, ο, η αυτός που ασχολείται με τη μελέτη των άστρων: Οι αστρολόγοι είναι οι πρόδρομοι των αστρονόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”